- φέρε
- φέρωferopres imperat act 2nd sgφέρωferoimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'φερε — ἔφερε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρ' — φέρε , φέρω fero pres imperat act 2nd sg φέρε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρεν — φέρε̄ν , φέρω fero pres inf act (epic doric) φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Инъюнктив — особый вид наклонения (см.) в индоевропейских языках. Иначе его называют ложным конъюнктивом, т. е. ложным сослагательным наклонением. С внешней, формальной стороны И. представляет собой изъявительное наклонение одного из времен с аугментом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
ՕՆ — ( ) NBH 2 1027 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c մջ. ἅγωμεν, φέρε, φέρε δή, φέρε οὗν age, agedum, eja. Աղէ՛. հա՛պա. բե՛ր. ... (ըստ յն. ա՛ծ. բե՛ր. ածու՛ք. արասցու՛ք.) *Օն արի՛ք գնասցուք. Օն եկայք եւ մեք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Имперфект — (несовершенное время) одно из так наз. вторичных времен, принадлежащих к системе настоящего времени по образованию временной основы. И. свойственен многим индоевропейским языкам и несомненно существовал уже в индоевропейском праязыке. От… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Indogermanische Ursprache — Die indogermanische Ursprache (Urindogermanisch [Uridg.], nicht fachsprachlich auch Protoindoeuropäisch nach engl. Proto Indo European [PIE]) oder indogermanische Grundsprache ist die gemeinsame Vorläuferin der indogermanischen Sprachen, wie sie… … Deutsch Wikipedia
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek